τελεολογία

τελεολογία
και τελολογία, η, Ν
1. (κατά την αριστοτ. φιλοσ.) αντίληψη κατά την οποία τα πράγματα εξελίσσονται προς την πραγμάτωση τών σκοπών που ενυπάρχουν στη φύση τους και, επομένως, η ερμηνεία τών πάντων, για να είναι πλήρης, πρέπει να θεωρεί όχι μόνον τα υλικά, τα τυπικά και τα ποιητικά αίτιά τους, αλλά και την τελική αιτία, τον σκοπό για τον οποίο ένα πράγμα υπάρχει ή δημιουργήθηκε
2. (φιλοσ.-θεολ.) θεώρηση κατά την οποία τα πάντα στον κόσμο έχουν ένα τέλος, έναν σκοπό, ότι δηλαδή τα όντα και τα πράγματα δημιουργήθηκαν και είναι προκαθορισμένα να εκπληρώσουν έναν σκοπό, ο οποίος έχει σχεδιαστεί από έναν νου που υπερβαίνει τη φύση, από ένα υπερφυσικό ον, τον δημιουργό, τον θεό
3. (ανθρωπολ.-κοινων.) η θεωρία τής σκοπιμότητας, η μελέτη τών σκοπών τού ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. teleology (< τέλος + -λογία*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τελεολογία — η τελολογία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τελεολογικός — και τελολογικός, ή, ό, Ν 1. (φιλοσ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τελεολογία 2. φρ. «τελεολογική απόδειξη» (φιλοσ. θεολ.) άποψη που θεμελιώνεται στην τελεολογία και σύμφωνα με την οποία, εφόσον στο σύμπαν βασιλεύει τάξη και σκοπιμότητα,… …   Dictionary of Greek

  • Teleologisch — Die Teleologie (griechisch τελεολογία im altgriechischen Sinn von τέλος, télos – Ziel, Sinn und λόγος, lógos – Lehre) ist die Lehre der Ziel und Zweckbestimmtheit der Dinge, insbesondere von Abläufen sowie Lebewesen und deren Verhalten.… …   Deutsch Wikipedia

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπομορφισμός — H τάση να αποδίδεται ανθρώπινη φύση στις θεότητες. O όρος, με μια σημασία πιο πρόσφατη και γενική, υποδηλώνει επίσης κάθε συλλογισμό ή φιλοσοφική θεωρία που, για να εξηγήσει ό,τι δεν είναι άνθρωπος (θεός, φυσικά, βιολογικά και άλλα φαινόμενα),… …   Dictionary of Greek

  • επιείκεια — Όρος που στην περιοχή του δικαίου έχει προσκτήσει ποικίλες έννοιες. Στην αριστοτελική ηθική φιλοσοφία (Ηθικά Νικομάχεια, κεφ. Ε 14.1137 b, 26 επ.) το «επιεικές» είναι η βαθύτερη, πληρέστερη, περιεκτικότερη πραγμάτωση της δικαιοσύνης, που ο νόμος …   Dictionary of Greek

  • τελολογία — Φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία ο λόγος ύπαρξης όλων των πραγμάτων ταυτίζεται με τον σκοπό (τέλος) προς τον οποίο κατευθύνονται. Σύμφωνα με μια περίφημη ανάλυση του Καντ, η ύπαρξη των πραγμάτων μπορεί να θεωρηθεί ότι υπόκειται σε δύο κατηγορίες… …   Dictionary of Greek

  • Άντλερ, Μαξ — (Max Adler, Βιέννη 1873 – 1940). Αυστριακός κοινωνιολόγος και φιλόσοφος. Οπαδός του αυστριακού ρεύματος του μαρξισμού, διεύθυνε με τον Χίλφερντινγκ την επιθεώρηση Μαρξιστικές Σπουδές (Marx Studien). Έδωσε έμφαση στην κοινωνιολογική όψη του… …   Dictionary of Greek

  • τελολογία — η και τελεολογία, η φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει ότι όλα στον κόσμο διέπονται από τελικά αίτια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”